- θαψινος
- θάψινοςθάψῐνος31) желтый
(χρῶμα Plut.)
2) желтый как воск, изжелта-бледный(γυνή Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρῶμα Plut.)
(γυνή Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θάψινος — θάψινος, η ον (Α) [θάψος] αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρός («θάψινος γυνή», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο τού οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή] … Dictionary of Greek
θάψινον — θάψινος yellow coloured masc acc sg θάψινος yellow coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαψίνῃ — θάψινος yellow coloured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)